-
1 Βοιωτός
Meaning: people's name, mostly pl. Βοιωτοί (Il.).Other forms: sing. mostly Βοιώτιος (s. K. Meister Hom. Kunstspr. 14)Compounds: Βοιωτάρχης; Βοιωτιουργής.Derivatives: Βοιωτία landschaft in Greece; βοιωτικός (D. S.); f. Βοιωτίς (X.). Denomin. βοιωτιάζω (- ίζω) `side with the B., speak b.' (Aeschin.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Compared with the name of the moeuntain Βοῖον ὄρος in northern Epirus (Schulze, Gesch. lat. Eigennamen 30), foll. Krahe IF 57, 121 Illyrian; s. Kretschmer, Glotta 30 (1943) 157; cf. Pok. 117. Not with Radermacher, Rh. Mus. 89 (1936) 192 as "Rinderland" to βοώτης etc.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Βοιωτός
См. также в других словарях:
Βοιωτός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ποσειδώνα και της Άρνης, εγγονός του Κρόνου και του Αιόλου και αδελφός του Αιόλου του νεότερου. Έχτισε πόλη για να τιμήσει τη μητέρα του στη χώρα που ονομάστηκε από αυτόν Βοιωτία. II (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής από την… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek